- δεκαριά
- η(σε συνεκφορά με την αντων. καμιά) περίπου δέκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (κατάληξη) -αριά*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκαριά — η περίπου δέκα: Η αίθουσα παίρνει καμιά δεκαριά άτομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek